Ψυχίατρος για το Τζόκερ: Το παιδί δεν βάζει φρένο και ταυτίζεται με τον κακοποιό

Ο ντόρος που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ώρες γύρω από τις εφόδους της Αστυνομίας σε δύο κινηματογράφους της Αθήνας, με αφορμή την παρακολούθηση του «Joker» από ανήλικους στις αίθουσες, θέτει σοβαρά επί τάπητος το ζήτημα της ευθύνης των κινηματογράφων απέναντι στην τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας και φέρνει παράλληλα στο προσκήνιο το πώς αποδίδεται η ακαταλληλότητα των ταινιών από τη γνωμοδοτική επιτροπή του υπουργείου.

Ο χαρακτηρισμός «ακατάλληλο για ανηλίκους» ανοίγει μία μεγάλη συζήτηση. Οι έφηβοι που παρακολουθούν σκηνές βίας στον κινηματογράφο και την τηλεόραση επηρεάζονται αρνητικά, τονίζουν οι επιστήμονες. Συγκεκριμένα, ο Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής MD, MSc, Βασίλης Κωνσταντινίδης αναλύει στο ethnos.gr τις παρενέργειες που μπορεί να έχει μία ακατάλληλη ταινία για ένα ανήλικο παιδί και εξηγεί πώς o διαχωρισμός ανάμεσα σε «καλούς και κακούς», σε ήρωες και αντιήρωες είναι απόλυτος και διασπαστικός.

«Εφόσον ο ανήλικος διαλέξει ποιος χαρακτήρας του ταιριάζει με βάση τους μηχανισμούς της προβολής και της μεταβίβασης, δικαιώνει ή καταδικάζει όλες τις πράξεις του αυτόματα, χωρίς δεύτερη σκέψη, όσο αντικειμενικά ευεργετικές ή αξιοκατάκριτες εμφανίζονται ως προς την πρόοδο ή τον όλεθρο που μπορεί αυτές να προκαλέσουν στο ανθρώπινο είδος ή στον εαυτό. Η μυθοπλασία, η φαντασίωση, η αναπαράσταση ταυτίζονται με την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ του εγώ του ήρωα, με αυτό του ερμηνευτή και κατ’ επέκταση με την ίδια την ύπαρξη του θεατή. Δημιούργημα και ρεαλισμός γίνονται ένα και καταλήγουν στη μίμηση. Το παιδί θα αναπαραστήσει, θα κοπιάρει τη συμπεριφορά του ήρωά του, αλλά και κάποιες φορές του μισητού του χαρακτήρα, προσπαθώντας να ταυτιστεί με κάτι ανώτερο, ονειρικό. Πολλές φορές θεωρεί ότι έχει υπερδυνάμεις: «θέλω να πετάξω από το παράθυρο, όπως ο Σούπερμαν», «θα ανέβω στη στέγη, όπως ο Σπάιντερμαν» ή μιμείται ετεροκαταστροφικές συμπεριφορές σε σπίτι ή σχολείο ή προβαίνει σε μη συμβατές με την ηλικία του σεξουαλικές πράξεις».

Όπως τονίζει ο Ψυχίατρος, μια τέτοια περίπτωση είναι και η ταινία Τζόκερ, στην οποία συμβαίνουν αρκετές βίαιες επιθέσεις, με αφετηρία την ψυχοπαθολογία του ήρωα. «Ο ανήλικος δεν μπορεί να κρίνει κατά πόσο η συμπεριφορά είναι δόκιμη ή όχι και αφήνει το θέαμα να τον συνεπάρει, χωρίς να βάζει φρένο στον ενθουσιασμό της πρόκλησης βλάβης. Μπροστά στη γοητεία που του ασκεί ο ήρωας, δεν βάζει φρένο και ταυτίζεται με ένα κακοποιητικό, αλλά φανταχτερό πρόσωπο που αντικρίζει στην οθόνη. Αφομοιώνει τη σκοτεινιά χωρίς έλεγχο. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει και στο σπίτι, όταν βλέπει «ακατάλληλα» βιντεάκια στο youtube ή ανεξέλεγκτα πορνό. Δεν αλλάζει κάτι στις ψυχολογικές διεργασίες, απλώς εκεί δεν υπάρχει κάποιος να του ασκήσει έλεγχο. Το κοινωνικό πλαίσιο, όμως, όπως και το γονεϊκό οφείλει να διαφυλάσσει τον ανήλικο από την ανεξέλεγκτη έκθεση σε διεισδυτικά ερεθίσματα. Ένα τέτοιο φίλτρο ως προς το δημόσιο βίο μπαίνει στον χαρακτηρισμό των ταινιών ως ακατάλληλων. Με αυτόν τον τρόπο, την ευθύνη στο σπίτι την έχει ο γονέας, ενώ στον κινηματογράφο η πολιτεία».