Γιάννης Μπότσης: Οι μίνι σειρές θα μπουν στο παιχνίδι της τηλεόρασης

Είναι από τους πλέον επιτυχημένους δημιουργούς στις ελληνικές σειρές, με σημαντικές επιτυχίες στην καριέρα του
Ουπεύθυνος μυθοπλασίας του Open Γιάννης Μπότσης αναφέρεται στο πρώτο του βιβλίο «Ο κλέφτης των μυστικών», εξηγεί πώς γεννήθηκε η ιδέα του, μιλά για τα σίριαλ που θα έρθουν προσεχώς στη συχνότητα του Ανοιχτού Καναλιού αλλά και τη σχέση ζωής με τη σύζυγό του Αννα Αδριανού.

Θέλω να ξεκινήσουμε με το μυθιστόρημα που γράψατε με τίτλο «Ο κλέφτης των μυστικών», που είναι και το πρώτο σας βιβλίο. Τι πραγματεύεται;

Είναι η ιστορία του 11χρονου Αρη και μιας επικίνδυνης αποστολής που αναλαμβάνει μέσα στον πόλεμο. Είναι ορφανός μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά και φιλοξενείται από μια Σμυρνιά στην Πλάκα, τη Μαρίζα. Την αποστολή την αναθέτει στο αγόρι ο αντιστασιακός θείος του και είναι πάρα πολύ επικίνδυνη. Αλλά σε αυτό το παράτολμο σχέδιο ο μικρός έχει δύο πλεονεκτήματα: Μοιάζει αθώος και ακίνδυνος, αφού είναι παιδί, και καταλαβαίνει γερμανικά, πράγμα που αγνοούν οι εχθροί του. Με αυτά τα «όπλα» το αγόρι μπαίνει στην απίστευτη περιπέτεια, η οποία συμπαρασύρει όλους τους ανθρώπους γύρω του και αλλάζει ριζικά τις ζωές τους. ∆ύο βασικοί ήρωες λοιπόν -ανάμεσα σε πολλούς άλλους που χτίζουν μια τοιχογραφία- ο μικρός Αρης και η 50χρονη Μαρίζα ζουν τον Μάιο του 1944 αυτή τη μεγάλη περιπέτεια, ενώ παράλληλα, μέσα από ένα ημερολόγιο που κρατάει η Σμυρνιά από φόβο ότι αρχίζει να ξεχνάει όσα έζησε, ο αναγνώστης μεταφέρεται χρονικά και στα γεγονότα της Σμύρνης το 1922, με την καταστροφή της πόλης, αλλά και πολύ νωρίτερα, στην περίοδο της μεγάλης ακμής της.

Πώς εμπνευστήκατε τη συγκεκριμένη ιστορία;

Για να είμαι ειλικρινής μέσα από ένα όνειρο που είδα πριν από μερικά χρόνια, σε καλοκαιρινές διακοπές στο Πήλιο. Το έζησαστον ύπνο μου, όπως κάποιος βλέπει μια ταινία σε σκοτεινή αίθουσα. Ηταν μια αρχική και πιο απλή φυσικά εκδοχή της ιστορίας, αλλά με συνάρπασε και γι’ αυτό αργότερα υπήρξε η βάση για το μυθιστόρημα.

Εχετε ασχοληθεί ευρύτερα με το κομμάτι της λογοτεχνίας;

Μετά τις σπουδές σκηνοθεσίας, στο μεταπτυχιακό που έκανα στη Σορβόννη πάνω στο σενάριο, η πτυχιακή εργασία μου ήταν λογοτεχνία και κινηματογράφος. Πολλά χρόνια μετά, αποφάσισα να προχωρήσω στην πρώτη μου λογοτεχνική προσπάθεια, στον «Κλέφτη των μυστικών». Και ήταν πιο εύκολο, μετά και την εμπλοκή μου τόσα χρόνια με τα σενάρια, να βρω τη φόρμα για να εκφράσω αυτά που ήθελα. Επέλεξα ακραίες συνθήκες ηρώων που μόνο ένας πόλεμος μπορεί να σου τις δώσει, θέλοντας να δείξω επίσης πως μέσα σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει μόνο ο φόβος του θανάτου ή η ανάγκη να είσαι γενναίος. Μπορείς να ζεις τη ζωή με ένταση και να ερωτεύεσαι, και μάλιστα παράφορα. Οταν υπάρχει η απειλή της ζωής, ο άνθρωπος θέλει να ζήσει πολύ γρήγορα μεγάλα πράγματα. Και μάλιστα στην έρευνα που έκανα διαπίστωσα ότι μέσα στην Κατοχή γίνονταν ακόμα πάρτι, με συμμετοχή απλών ανθρώπων. Μικρά και κρυφά πάρτι σε γειτονιές, γιατί υπήρχε η ανάγκη να εκτονωθούν ο φόβος και η απελπισία. Να υπάρξουν έστω και για λίγο η ελπίδα και η χαρά της ζωής.

Πείτε μου λίγο για την ιστορική έρευνα…

Για να γράψω τον «Κλέφτη των μυστικών» χρειάστηκαν οκτώ μήνες, ωστόσο η έρευνα που προηγήθηκε διήρκεσε και αυτή αρκετά. Από το πώς λειτουργούσαν το ΕΑΜ και η οργάνωσή του και γενικότερα η Αντίσταση στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής. Τα ρούχα που φορούσαν οι κάτοικοι, τα αυτοκίνητα που υπήρχαν, τα φαγητά που έτρωγαν. Μετά, πώς ήταν η ζωή στη Σμύρνη πολλές δεκαετίες πριν καταστραφεί, με λεπτομέρειες σε όλα τα επίπεδα. Για την περίοδο της Αθήνας με βοήθησαν με μαρτυρίες τους και δύο υπερήλικοι κύριοι άνω των 95 χρόνων, τους οποίους ευχαριστώ και στο βιβλίο. Οταν λοιπόν ολοκληρώθηκε η έρευνα και ένιωσα έτοιμος, ξεκίνησα τη συγγραφή του βιβλίου. Το κομμάτι της έρευνας ήταν αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο. Το κομμάτι της συγγραφής, και ειδικότερα η αφήγηση και η πλοκή, λόγω και της εμπειρίας από τα σενάρια, ήταν σχετικά πιο εύκολο.

Υπήρξαν στιγμές που φορτιστήκατε συναισθηματικά κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου;

Συνεχώς! Οκτώ μήνες αφοσιώθηκα αποκλειστικά σε αυτό, παρά κάποιες εξαιρετικές επαγγελματικές προτάσεις που είχα και τις οποίες αρνήθηκα. Κάποιες στιγμές υπήρχε πολύ μεγάλη συγκίνηση και είναι λογικό, γιατί μεταφέρεσαι εκεί και γίνεσαι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας που αφηγείσαι. Υπάρχουν στιγμές ακόμα και τώρα που περπατώ στην Πανεπιστημίου και τη φαντάζομαι με την μορφή του ’44. Τα τραμ, τα νεοκλασικά κτίρια που δεν υπάρχουν πια, τους Γερμανούς αξιωματικούς να κάθονται στο «Zonar’s» ακούγοντας γερμανικά τραγούδια, τους τρομαγμένους περαστικούς…

Θα μπορούσε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα να αποτελέσει τη βάση για σειρά ή ταινία;

Ηδη μου έχει γίνει μια κρούση για να γίνει ταινία ή μίνι σειρά. Είναι πολύ νωρίς όμως, πρέπει να κάνει τον κύκλο του το βιβλίο. Η πλοκή το «σηκώνει» σε κάθε περίπτωση, έχω όμως ένα άγχος κατά πόσο μπορεί να υπάρξει αξιόπιστη αναπαράσταση των εξωτερικών χώρων της δράσης, οι οποίοι δεν υπάρχουν πια. Μόνο η Πλάκα παραμένει η ίδια, όπου ζουν η Μαρίζα και ο Αρης, οι δύο βασικοί μου ήρωες.

Ερχομαι στην άλλη ιδιότητά σας, του υπευθύνου μυθοπλασίας στο Open. Τι ετοιμάζει ο σταθμός για την επόμενη σεζόν;

Τον Φεβρουάριο θα βγουν στον αέρα σειρές που θα έχουν ένα feel good κλίμα. Συζητάμε για δύο σειρές. Από το φθινόπωρο του 2021 θα περάσουμε και σε άλλα είδη ελληνικής μυθοπλασίας. Εχουμε κάνει μια μεγάλη έρευνα στην παγκόσμια αγορά αλλά και στην εγχώρια.

Φέτος στην τηλεόραση ξεχώρισαν δύο σειρές εποχής. Το «Κόκκινο Ποτάμι» στο Open και οι «Αγριες Μέλισσες» στον ΑΝΤ1. Πού αποδίδετε την επιτυχία αυτών των σειρών, και μάλιστα και στα λεγόμενα δυναμικά κοινά;

Αυτό που για κάποιους θα φαινόταν ως πρόβλημα, μιλάω για τις σειρές εποχής, είναι νομίζω εντέλει το δελεαστικό κομμάτι. Μια σειρά εποχής με «φρέσκες» τεχνικές στο σενάριο και στη σκηνοθεσία ταξιδεύει τον θεατή στο παρελθόν με σύγχρονη ματιά. Αυτό το είχαν οι «Μέλισσες». Το «Ποτάμι» είχε ακόμα ένα στοιχείο: Την ιστορία των χαμένων πατρίδων, που αγγίζει τις ψυχές όλων των Ελλήνων.

Τι παρακολουθείτε στην τηλεόραση;

Κυρίως ξένες ταινίες και μίνι σειρές. Τον τελευταίο χρόνο, λόγω και του φόρτου εργασίας, δεν παρακολουθώ σειρές πολλών επεισοδίων.

Στην Ελλάδα γιατί δεν έχουμε παράδοση στις μίνι σειρές;

Είναι καθαρά θέμα κόστους. Βασανίζει την ελληνική τηλεόραση από τη δεκαετία του ’90. Θυμάμαι ότι από τότε μας έλεγαν πως η αγορά δεν σηκώνει τις μίνι σειρές. Τώρα πιθανόν αυτό να αλλάξει και θα παίξει ρόλο και η χρηματοδότηση του ΕΚΟΜΕ. Οι μίνι σειρές θα μπουν στο παιχνίδι πιστεύω. Σε αυτό θα βοηθήσουν και οι συμπαραγωγές που είναι μοιραίο να γίνουν.

Με τη σύζυγό σας Αννα Αδριανού ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;

Η Αννα είχε κουραστεί τα τελευταία χρόνια ως δημιουργός, διότι επιμελήθηκε σειρές πολλών επεισοδίων. Αυτή ήταν η αιτία που δεν κινήθηκε δυναμικά στην αγορά. Για τον επόμενο χρόνο υπάρχει μια πολύ ωραία ιδέα της που έχει δουλευτεί σε πρώτη φάση και θα δουλευτεί ακόμη περισσότερο τον χειμώνα. Πιστεύω ότι τότε θα είναι έτοιμη.

Με τον Μανούσο Μανουσάκη τι συζητάτε;

Αρκετές ιδέες. Και για σειρά αλλά και για ένα πρότζεκτ που δεν είναι σειρά με την κλασική έννοια.

Κλείνω όπως αρχίσαμε. Για ποιο λόγο αφιερώνετε το βιβλίο στη σύζυγό σας;

∆εν της το αφιερώνω απλώς. Γράφω και
μια συγκεκριμένη φράση. «Στην Αννα που φωτίζει τον δρόμο μου κάθε μέρα». Η σχέση μας είναι πολύ βαθιά και της οφείλω και την παρουσία της Εθνικής Αντίστασης στη δημιουργία του βιβλίου. Οπως ίσως ξέρετε, ο πατέρας της, Νίκος Βασταρδής, ήταν ενεργό μέλος της Αντίστασης στην Κατοχή. Αλλά ο βασικότερος λόγος που της αφιερώνω το βιβλίο είναι ότι έχει καθορίσει σε πολλά επίπεδα τη ζωή μου και επέμενε εδώ και χρόνια να γράψω ένα βιβλίο. Να που η επιθυμία της υλοποιήθηκε!