Η απόλυση μου από τον ΣΚΑΪ είναι μια από τις πιο άδικες απολύσεις στην ιστορία της τηλεόρασης»

Έκανε τα πρώτα της τηλεοπτικά βήματα στον ΣΚΑΪ και είχε την ευκαιρία να μάθει τις αρχές του ρεπορτάζ δίπλα σε έμπειρους δημοσιογράφους. Χάρη στην αφοσίωσή της σύντομα βρέθηκε σε ρόλο κεντρικής παρουσιάστριας παίρνοντας τα ηνία της δικής της εκπομπής, στην οποία φιλοξένησε αξιόλογους και συνάμα «δύσκολους» καλεσμένους.

Η τηλεοπτική της πορεία στον ΣΚΑΪ, μια πορεία δέκα χρόνων, έληξε τον Ιανουάριο του 2019, καθώς τόσο η ίδια όσο και αρκετοί ακόμα συνάδελφοί της απομακρύνθηκαν από τον σταθμό του Φαλήρου. Η δημοσιογράφος Σοφία Τσίπα μίλησε στο περιοδικό «People» για την απομάκρυνση της από τον τηλεοπτικό σταθμό και όχι μόνο.

Αναλυτικά:

– Πώς προέκυψε η συνεργασία σου με το κανάλι του Φαλήρου;

Ξεκίνησα την πορεία μου στον ΣΚΑΪ ως μαθητευόμενη πριν από έντεκα χρόνια. Αρχικά πήγα ως δόκιμη και μετά από έναν χρόνο μαθητείας προσλήφθηκα στην εκπομπή Γυρίσματα με τον Δημήτρη Γιατζόγλου και τη Ράνια Τζίμα. Έκτοτε συνεργάστηκα με την Πόπη Τσαπανίδου, τη Σία Κοσιώνη, την Εύα Αντωνοπούλου, τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο κ.ά. Ύστερα από κάποια χρόνια στο ρεπορτάζ, έχοντας πια εξοικειωθεί με τον τηλεοπτικό αέρα, ο τότε διευθυντής προγράμματος Βαγγέλης Μαυρογιάννης μού πρότεινε να παρουσιάσω τη δική μου εκπομπή.

Και ο τίτλος αυτής Ο Κόσμος Ανάποδα. Ξεκίνησε το 2012 και κράτησε τρεις τηλεοπτικές σεζόν. Μάλιστα υπήρξαν πολλές φορές που σημείωσε διψήφια νούμερα τηλεθέασης, πάνω δηλαδή από τον μέσο όρο του σταθμού για εκείνη την εποχή. Έκανα μόνη μου την παραγωγή και την παρουσίαση των θεμάτων, χωρίς budget από τον σταθμό και μπορώ να σου πω με σιγουριά πως το αποτέλεσμα ήταν αξιοπρεπέστατο.

Θεωρώ πως δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο ένας δημοσιογράφος να αναλαμβάνει όλο το concept και τελικά να σημειώνει επιτυχία. Γι’ αυτό θα χαρακτήριζα άκρως επιτυχημένη την εκπομπή, αφενός γιατί δεν υποστηρίχτηκε όσο θα έπρεπε από το κανάλι, αφετέρου γιατί με τίμησαν με την παρουσία τους καταξιωμένοι καλλιτέχνες.
Και με τίμησαν όχι γιατί τους έκανα «αγιογραφίες» –έτσι κι αλλιώς δεν είναι της δικής μου φιλοσοφίας– αλλά γιατί τους άρεσε η εκπομπή. Νιώθω τυχερή διότι ως δημοσιογράφος έχω γνωρίσει σπουδαίους ανθρώπους. Και το «σπουδαίους» το λέω με όλες τις διαστάσεις που μπορεί να έχει αυτή η λέξη. Από την αφρόκρεμα του πολιτιστικού κόσμου μέχρι ανθρώπους του μόχθου που είχαν μια ιστορία να αφηγηθούν.

– Ποιες από τις συνεργασίες που είχες στον ΣΚΑΪ είναι έντονα χαραγμένες στο μυαλό σου;

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συνεργασία μου με την Πόπη Τσαπανίδου. Η Πόπη αποπνέει μια εφηβική ζωντάνια και ταυτόχρονα αποτέλεσε για εμένα δημοσιογραφικό πρότυπο. Στο πρώτο μου ζωντανό ρεπορτάζ ήμουν πολύ αγχωμένη και προκειμένου να με καθησυχάσει μου μίλησε για τη δική της πρώτη ζωντανή σύνδεση ως ρεπόρτερ. Από το άγχος της την ώρα της σύνδεσης απέφυγε έξυπνα τις ερωτήσεις με τη δικαιολογία “Δεν ακούω, δεν έχουμε καλό σήμα”. Αφού κόπηκε η σύνδεση, οι καλεσμένοι δίπλα της τη ρώτησαν “Αφού άκουγες, γιατί δεν απαντούσες;”, τότε εκείνη αποκρίθηκε: “Ε… αφού ακούγατε, γιατί δεν απαντούσατε εσείς;”. (γέλια) Συναρπαστική γυναίκα!

Η Εύα Αντωνοπούλου στάθηκε επίσης κοντά μου σε δύσκολες επαγγελματικές στιγμές. Είναι διεκδικητική με τη δουλειά της και οι επιλογές της την έχουν δικαιώσει. Όσο για τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο, είναι μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπου. Ευγενικός συνεργάτης, με γνώσεις που ξεπερνούν τον μέσο όρο, ταυτόχρονα όμως μια εκκεντρική παρουσία, με απόψεις που διχάζουν. Στήριξε την επιμονή μου να εντάξουμε στην καθαρά ενημερωτική του εκπομπή, ΣΚΑΪ στις 3, σε καθημερινή βάση θέματα πολιτισμού. Ήταν μια κατάκτηση για μένα μια καθημερινή πολιτιστική στήλη σε μια τηλεόραση που δύσκολα δίνει χώρο και χρόνο στον πολιτισμό…

– Μετά από δέκα χρόνια, τον Ιανουάριο του 2019 απομακρύνθηκες από τον σταθμό. Τι ακριβώς συνέβη;

Περιμέναμε την καθιερωμένη σύσκεψη, που περιέργως είχε καθυστερήσει. Από το πρωί μέσα στην αίθουσα σύνταξης χτυπούσαν τα σταθερά τηλέφωνα και πολύ γρήγορα διαπίστωσα μια ανεξήγητη κινητικότητα συναδέλφων, οι οποίοι κατέβαιναν στο λογιστήριο. Σε κάποιους ανακοίνωναν την απόλυσή τους από το κανάλι και σε κάποιους άλλους αύξηση αποδοχών. Επικρατούσε σύγχυση, αναρωτιόμασταν ποιος θα είναι ο επόμενος στη λίστα, ώσπου χτύπησε και το δικό μου τηλέφωνο.

Εκείνη την ημέρα ο ΣΚΑΪ απέλυσε 12 εργαζόμενους, μέσα στους οποίους ήμουν κι εγώ. Δούλεψα σκληρά και αφοσιωμένα για τον ΣΚΑΪ. Ωστόσο οφείλω να αναγνωρίσω ότι έδωσα πολλά, αλλά πήρα και πολλά. Μου δόθηκαν ευκαιρίες και έδωσα τη δική μου μάχη για να τις εκμεταλλευτώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Θεωρώ, όμως, ότι μετά από τόσο σκληρή δουλειά, η απόλυσή μου είναι μια από τις πιο άδικες απολύσεις στην ιστορία της τηλεόρασης.
– Υπήρξε κάποια εξήγηση από τους ιθύνοντες;

Απολύτως καμία. Ήταν η εποχή που ο ΣΚΑΪ προσπαθούσε να αλλάξει την ταυτότητά του. Αποφάσισε να εμπλουτίσει το πρόγραμμά του στον άξονα της ψυχαγωγίας, ζητώντας μου να ενταχθώ στα reality shows. Εξ αρχής ήμουν αντίθετη σε αυτό, διότι ένιωθα πως δεν μου ταίριαζε και ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να αποδώσω τα δέοντα. Η κατάληξη ήταν προδιαγεγραμμένη, αλλά φοβόμουν να τολμήσω πρώτη την έξοδο. Όταν πια αποχώρησα, χαιρέτησα τους πάντες. Έναν έναν. Από τα στελέχη μέχρι τον τελευταίο κλητήρα. Έφυγα με χαμόγελο παρά την αβεβαιότητα της επόμενης ημέρας. Ποτέ δεν ήμουν drama queen και πασχίζω να κρατώ μακριά από εμένα ό,τι εμπεριέχει αρνητισμό ή μιζέρια.

– Την επόμενη μέρα στα μανταλάκια των περιπτέρων κρέμονταν τα πρωτοσέλιδα με τίτλο «Οι 12 απολυμένοι του ΣΚΑΪ». Πώς αισθάνθηκες;

Ένιωσα άδειασμα και ταυτόχρονα μια ανακούφιση. Όταν, δε, είδα το όνομά μου στις εφημερίδες και σε όλα τα sites με φωτογραφία μπορώ να πω πως ήταν ένα μικρό σοκ. Κι όχι για μένα. Από τη στιγμή που εκτίθεμαι και έχω κάποια αναγνωρισιμότητα μπορείς να σκεφτείς πως ήταν αναμενόμενο να συμβεί. Φοβήθηκα όμως για τους γονείς μου. Έπρεπε να βιαστώ να τους το πω εγώ η ίδια πριν το μάθουν από κάπου αλλού. Πράγμα που ενδεχομένως να μην έκανα αμέσως σε άλλη περίπτωση, γιατί είναι μεγάλοι σε ηλικία και δεν ήθελα να τους ανησυχήσω.

– Ο χώρος των media είναι απαιτητικός και σίγουρα χωρίς ωράριο. Υπήρχαν δυσκολίες και προσωπικές θυσίες που έκανες για χάρη της δουλειάς;

Βίωσα μεγάλη αγάπη, θαυμασμό και υποστήριξη από κάποιους αλλά και ανταγωνισμό, ζήλεια και μικροψυχία από κάποιους άλλους. Αυτό που με βοήθησε για να μην πέσω σε κατάθλιψη αλλά ούτε να καβαλήσω το καλάμι ήταν πάντα να ακούω, αλλά ποτέ να μην παίρνω πολύ σοβαρά όσα μου λένε.
Άλλωστε ο καθένας από εμάς μέσα του γνωρίζει ποιος πραγματικά είναι. Τα δυνατά του σημεία αλλά και τις αδυναμίες του. Η δουλειά ήταν η προτεραιότητά μου, ενώ η προσωπική μου ζωή μπήκε σε δεύτερη μοίρα. Όμως δεν το μετάνιωσα. Όσο ήμουν στον σταθμό υπήρξαν σίγουρα στιγμές που θυσίασα πράγματα, αλλά δεν σου κρύβω πως βίωσα και πολλές συγκινητικές. Τόσο επαγγελματικές όσο και προσωπικές.

– Έκανες έναν αντισυμβατικό γάμο. Ήταν έτσι όπως τον είχες ονειρευτεί;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν τον είχα ονειρευτεί. Η ιδέα του γάμου με άγχωνε τόσο πολύ, σε σημείο να μη θέλω να παρευρίσκομαι ούτε ως καλεσμένη. Εάν δεν με «έκλεβε» ο σύζυγός μου ενδεχομένως να μην το είχα κάνει.

– Αναρωτιέμαι πώς κατάφερε να σου αλλάξει τα μυαλά και να μη ζεις μόνο για τα ρεπορτάζ!

Ήταν ένας νεανικός και τρυφερός έρωτας, αλλά η σχέση μας είχε κάποια μικρά on-off. Ύστερα από αρκετά χρόνια ξαναβρεθήκαμε στα γενέθλιά του. Ενωθήκαμε, μου ζήτησε να παντρευτούμε αλλά με την προϋπόθεση να είμαστε οι δυο μας, ούτε καν οι γονείς μας. Εκεί «τσίμπησα» και είπα το “ναι”. Κατάφερε και απέβαλε το άγχος μου για τον γάμο, τόσο απλά, σαν να μην υπήρχε ποτέ.
Παντρευτήκαμε σε ένα εκκλησάκι δίπλα στη θάλασσα, στο Πόρτο Ράφτη, μόνο με την κουμπάρα μας. Στην οποία το ανακοινώσαμε λίγες ημέρες πριν. Γάμος σουρεάλ! Οι νεωκόροι δίσταζαν να υπογράψουν τα τυπικά έγγραφα, φοβούμενοι ότι είμαστε δίγαμοι και κάποιοι από τους οικείους μας ακόμα δεν μας μιλούν ή αρνούνται να το πιστέψουν. Πιο σοκαρισμένοι, βέβαια, ήταν οι γονείς μας, και ειδικά οι δικοί μου γονείς, οι οποίοι δεν γνώριζαν καν τον σύζυγό μου. Δεν τους τον είχα συστήσει ποτέ. Ώσπου μια μέρα τους τον παρουσιάζω και τους λέω «Μαμά, μπαμπά, από εδώ ο άντρας μου».

– Το αμέσως επόμενο διάστημα μετά την απόλυσή σου ήταν δύσκολο;

Ήμουν άνεργη και για ένα διάστημα ζούσα με το βοήθημα του ταμείου ανεργίας. Σαφώς και ήταν δύσκολα. Οι τηλεοπτικές προτάσεις που δέχτηκα δεν ήταν ικανοποιητικές για τα δικά μου δεδομένα. Έτσι αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου στο μάρκετινγκ. Και χωρίς να αποκλείω στα μελλοντικά μου σχέδια την τηλεόραση, αυτή τη στιγμή ασχολούμαι με τη Στρατηγική Επικοινωνίας, Δημοσίων Σχέσεων αλλά και το Digital Marketing μεγάλων θεατρικών και μουσικών παραγωγών.

Στο νέο μου ξεκίνημα χάρηκα ιδιαίτερα που θα συνεργαζόμουν με καλλιτέχνες τους οποίους γνώρισα μέσα από τις συνεντεύξεις μου. Ένας από αυτούς είναι ο Γιάννης Μπέζος. Ένας άψογος συνεργάτης, ο οποίος πολλές φορές γίνεται δυσάρεστος γιατί λέει τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς να κανακεύει αυτή την κοινωνία, που επιτέλους κάποια στιγμή θα πρέπει να ενηλικιωθεί. Παράλληλα συνεχίζω την ενασχόλησή μου με τη συγγραφή ποιημάτων, κάτι που αγαπώ βαθιά.
– Τι σημαίνει η ποίηση για σένα;

Η ποίηση με βοηθούσε να πορεύομαι από τα μικράτα μου. Την εποχή που οι συμμαθητές μου είχαν στο δωμάτιό τους αφίσες με τα αγαπημένα τους είδωλα εγώ είχα στίχους ποιητών. Στον δρόμο την ώρα που εκείνοι άκουγαν μουσική εγώ είχα στο CD την ποιητική συλλογή Ο Ρίτσος Διαβάζει Ρίτσο. Οι συμμαθητές μου με αντιμετώπιζαν κάπως περίεργα. Έγραφα στίχους, αλλά ένιωθα πως κανείς δεν με καταλάβαινε. Έτσι λοιπόν τα παράτησα και δεν έγραφα για αρκετά χρόνια, μέχρι που ένα αποτρόπαιο, ένα αναπάντεχα δυσάρεστο γεγονός με ώθησε να πιάσω ξανά το μολύβι.

– Σκέφτηκες ποτέ γιατί διέφερες τόσο από τα παιδιά της ηλικίας σου και κατέφευγες σε λόγια ποιητών;

Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου ένιωθα καταπίεση. Τόσο από το σχολείο, που μας ήθελε στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, να παπαγαλίζουν μόνο το μάθημά τους, όσο και από την κοινωνία με τους άγραφους κανόνες της αλλά και από την οικογένειά μου. Μεγάλωσα με μια αυστηρή μητέρα, παλαιών αρχών. Ήθελε το καλύτερο για εμένα και στερήθηκε πολλά για να με μεγαλώσει, ωστόσο έχει μια δική της αντίληψη για τη ζωή που δύσκολα μπορείς να της αλλάξεις. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, έλειπε συνεχώς σε ταξίδια.

Όπως ήταν λογικό, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν απών από το σπίτι και δεν τον έζησα στην καθημερινότητα της παιδικής μου ηλικίας. Τον ντρεπόμουν λίγο. Στο δημοτικό κουβαλούσα μια φωτογραφία του στο πορτοφόλι μου μαζί με ένα λουλούδι και ονειρευόμουν ότι όταν μαραθεί το λουλουδάκι, θα γυρίσει και ο πατέρας μου. Το πρότυπο και η ανάσα μου ήταν, είναι θα είναι η μεγαλύτερη εξαδέλφη μου, Λία Παρασκευά. Της χρωστάω πολλά. Έχω εκδώσει πια τρεις ποιητικές συλλογές, Χασμωδία, Στεντόρεια και Αβαρίες, όλες αφιερωμένες σε εκείνη.

– Η τελευταία ποιητική σου συλλογή, με τίτλο Αβαρίες, θα παρουσιαστεί στις 3 Μαρτίου. Ανυπομονείς για τη συγκεκριμένη μέρα;

Αβαρίες είναι οι ζημιές που παθαίνει ένα πλοίο κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού. Αναφέρομαι λοιπόν στις ζημιές, τις λαβωματιές μας μέσα στο ταξίδι της ζωής μας. Είτε αυτές είναι από τον έρωτα, από τη μοναξιά, τον θάνατο, την πολιτική ή την κοινωνία. Προσπαθώ να μιλάω μέσα από τους στίχους μου για όλα όσα θάβουμε μέσα μας κι ύστερα από λίγο επιστρέφουν.
Όσα μας πονάνε και δεν επουλώνουμε ποτέ. Αλλά και για όσα μας θυμίζουν ότι είμαστε ζωντανοί και καμιά φορά μας κάνουν να αισθανόμαστε αθάνατοι. Φυσικά και ανυπομονώ για την ημέρα της παρουσίασης. Αισθάνομαι τυχερή διότι προσωπικότητες όπως η Έλλη Στάη, η Φωτεινή Τσαλίκογλου, η Ευανθία Ρεμπούτσικα θα με τιμήσουν με την παρουσία τους και θα μιλήσουν για τους στίχους μου. Ο Γιώργος Κιμούλης θα διαβάσει ποιήματα και περιμένω με αγωνία να τον ακούσω.

– Φαίνεται πως μετά την απόλυση ξαναβρήκες τον εαυτό σου και είσαι σε μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο της επαγγελματικής σου ζωής… Θεωρείς πως και η τηλεόραση είναι εξίσου δημιουργική αυτή την εποχή;

Θεωρώ πως η τηλεόραση σήμερα βρίσκεται σε σύγχυση. Ανακυκλώνει τα ίδια πρόσωπα και τα επιβάλλει στο κοινό. Συγχωρεί συνεχώς αποτυχίες και δεν τολμά, μόνο προσπαθεί να αναστήσει το παλιό. Χρειάζεται να δούμε φρέσκα πρόσωπα, φρέσκιες ιδέες.